ρυποεις

ρυποεις
    ῥυπόεις
    ῥῠπόεις
    -όεσσα -όεν Anth. = ῥυπαρός См. ρυπαρος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ρυποεις" в других словарях:

  • ῥυπόεις — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυπόεις — εσσα, εν, Α 1. γεμάτος βρομιά, βρομερός, ακάθαρτος 2. (το ουδ.) τὸ ῥυπόεν (κατά τον Ησύχ.) «αἰσχρόν, αἰσχροκερδές». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + όεις*] …   Dictionary of Greek

  • ῥυπόεν — ῥυπόεις masc voc sg ῥυπόεις neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπόεντα — ῥυπόεις neut nom/voc/acc pl ῥυπόεις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπόεντι — ῥυπόεις masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπόεσσα — ῥυπόεις fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπόεσσαν — ῥυπόεις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»